- Γενησαρέτ
- Βλ. λ. Γεννησαρέτ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τιβεριάδα — Πόλη της αρχαίας Παλαιστίνης στη Γαλιλαία, στη δυτική όχθη της λίμνης Γενησαρέτ. Xτίστηκε από τον Ηρώδη Αντύπα την εποχή του Ιησού, και πήρε το όνομα του αυτοκράτορα Τιβέριου. Το 70 μ.Χ., όταν ο Τίτος κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, η Τ. εξελίχθηκε σε … Dictionary of Greek
Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… … Dictionary of Greek
Γαλιλαία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της δυτικής Ασίας, στο σημερινό βόρειο Ισραήλ. Ορίζεται στα Β από τον ποταμό Λιτάνι (τον αρχαίο Λιτά), στα Α από τον Ιορδάνη και τη λίμνη της Τιβεριάδας, στα Δ από την πεδιάδα της ακτής της Μεσογείου και στα Ν από μια… … Dictionary of Greek